31 Οκτ 2009

Γήπεδα του γκολφ
απειλούν τις καλλιέργειες ρυζιού του Βιετνάμ

http://www.tvxs.gr/v23877

Phan Thiet, Βιετνάμ. Πρόκειται για την πιο καπιταλιστική περιοχή του Κομουνιστικού Βιετνάμ. Από τους πλούσιους για τους πλούσιους. Μία πληθώρα γήπεδα του γκολφ εκτοπίζει χιλιάδες αγρότες και ρημάζει τις καλλιέργειες ρυζιού πάνω στις οποίες στηρίζεται η χώρα.

Μέχρι και πέρυσι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδικών, εκδιδόταν μια άδεια την εβδομάδα περίπου για νέα γήπεδα. Αν είχαν πραγματοποιηθεί όλα τα σχέδια, ο αριθμός των γηπέδων θα πλησίαζε τον αντίστοιχο της Νότιας Κορέας – 200 γήπεδα – στην οποία το γκολφ αποτελεί το νούμερο ένα σπορ.

Σύμβουλοι τέτοιων επιχειρήσεων συνέλαβαν την ιδέα μίας σειράς από 8 γήπεδα με το όνομα «Ho Chi Minh Golf Trail» (Γήπεδο Γκολφ του Χο Τσι Μινχ). Με το όνομα του Χο Τσι Μινχ στην ταμπέλα του, τραβάει σίγουρα την προσοχή παραπέμποντας στο ηρωικό παρελθόν του Βιετνάμ αλλά και επαναπροσδιορίζοντάς το ως ένα «εμπορικό χτύπημα».

Για μία χώρα πάντως που στο τέλος του πολέμου, το 1975, είχε μόλις δύο γήπεδα και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις έχει μόλις 5.000 παίκτες του γκολφ σήμερα, η αύξηση στις σχετικές κατασκευές είναι περισσότερο από εντυπωσιακή τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Πολλές αντιδράσεις προέκυψαν πάντως από τα ΜΜΕ, τους ακαδημαϊκούς αλλά και τους πολιτικούς της χώρας, σχετικά με το κοινωνικό και το περιβαλλοντολογικό κόστος που συνεπάγεται η τόσο εκτεταμένη κατασκευή γηπέδων του γκολφ.

Το 2008, ο Πρωθυπουργός Nguyen Tan Dung, αποφάσισε την ανάσχεση της κατασκευής γηπέδου που εκκρεμούσε και τον περασμένο Ιούνιο η Κυβέρνηση διέταξε την ακύρωση 50 αντίστοιχων έργων. Πολλά είναι ωστόσο αυτά που βρίσκονται υπό κατασκευή, δεδομένου βέβαια ότι η χώρα έχει ήδη 13 πλήρως εξοπλισμένες εγκαταστάσεις για γκολφ.

«Οι κατασκευαστές και οι ξένοι επενδυτές υποστηρίζουν ότι θέλουν να κάνουν τη χώρα έναν τουριστικό προορισμό και για να το πετύχεις αυτό πρέπει να προσφέρεις αρκετές υπηρεσίες, όπως το γκολφ», τόνισε ο Αμερικανός γενικός διευθυντής του Ocean Dunes Golf Club και του Dalat Palace Golf Club, Kurt Greve. Οι περισσότεροι από τους τουρίστες προέρχονται από την Ασία και ειδικά τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία, όπου οι εγκαταστάσεις του γκολφ είναι «τίγκα» στον κόσμο.

Στην προσπάθειά του να εκβιομηχανισθεί το Βιετνάμ έχει ήδη χάσει τεράστιες εκτάσεις γης για την κατασκευή εργοστασίων και διαφόρων εγκαταστάσεων. Σύμφωνα με το υπουργείο αγροτικής ανάπτυξης, η γη που αναφερόταν στις καλλιέργειες ρυζιού, που αποτελεί το βασικό προϊόν της χώρας και των εξαγωγών της, έχει μειωθεί κατά ένα εκατομμύριο acres από το 2000 έως το 2006.


65% από τη γη που συμπεριλαμβάνεται στις επενδύσεις που γίνονται τώρα θα χρησιμοποιηθούν για κατασκευή γηπέδων του γκολφ, ενώ η υπόλοιπη γη θα χρησιμοποιηθεί για ξενοδοχεία, θέρετρα, βίλες, εγκαταστάσεις οικολογικού τουρισμού, πάρκα κλπ.

Μία λύση είναι η αλλαγή του φορολογικού συστήματος, επισήμανε ο Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για την Επιστήμη, την Τεχνολογία και το περιβάλλον, Nguyen Dang Vang. «Τα γήπεδα του γκολφ αναφέρονται σε πλούσιους. Δεδομένης της καταστροφής καλλιεργήσιμων εκτάσεων και της πρόκλησης της μόλυνσης, οι φόροι θα έπρεπε να είναι αντιστοίχως υψηλοί», δήλωσε στην εφημερίδα Tuoi Tre. Τελικά όταν οι πλούσιοι παίζουν, φαίνεται πως το αντίτιμο το πληρώνουν οι φτωχοί. Πράγματι οι εγκαταστάσεις του γκολφ, φορολογούνται με χαμηλό συντελεστή και αποτελούν συμφέρουσα επιχείρηση για έναν επενδυτή.

Οι εγκαταστάσεις ενός μοναδικού γηπέδου του γκολφ μπορεί να στοιχίζει τη γη από χιλιάδες αγρότες, εκτοπίζοντας χιλιάδες ανθρώπους και μερικές φορές ρημάζοντας ολόκληρες επαρχίες, ενώ πολύ λίγοι από αυτούς βρίσκουν δουλειά στα νέα γήπεδα του γκολφ.

Για παράδειγμα, όταν κατασκευάστηκε το γήπεδο Dai Lai στην επαρχία του Vinh Phuc, απομάκρυνε χιλιάδες ανθρώπους από τη γη τους αλλά προσέφερε δουλειά μόλις σε 30 από τους κατοίκους, σύμφωνα την σχετική αναφορά.

Εκτός από τη γη, οι εγκαταστάσεις του γκολφ είναι επιπλέον πληγή για τα αποθέματα νερού, καθώς υπολογίζεται ότι ένα γήπεδο με 18 τρύπες μπορεί να χρειάζεται 177.000 κυβικά νερού την ημέρα, ποσότητα που καλύπτει 20.000 νοικοκυριά.

Πηγή: New York Times